αγγειοσυσταλτικός


αγγειοσυσταλτικός
Προφορά

Ετυμολογία
αγγειοσυσταλτικός αγγείον + συστέλλω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγγειοσυσταλτικός -ή, -ό

✦ που προκαλεί συστολή των αγγείων του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.