αγγειεκτασία


αγγειεκτασία
Προφορά

Ετυμολογία
αγγειεκτασία αγγείον + έκτασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αγγειεκτασία

(ιατρ.) συγγενής ή επίκτητη διεύρυνση αιμοφόρου ή λεμφικού αγγείου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.