αγγαρεύω


αγγαρεύω
Προφορά

Ετυμολογία
αγγαρεύω μεταγενέστερη ελληνική ἀγγαρεύω

Ερμηνεία
ρήμα αγγαρεύω

✦ επιβάλλω σε κάποιον καταναγκαστική εργασία
✦ επιφορτίζω κάποιον να με εξυπηρετήσει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.