αγγαρεία


αγγαρεία
Προφορά

Ετυμολογία
αγγαρεία μεταγενέστερη ελληνική ἀγγαρεία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αγγαρεία

✦ καταναγκαστική εργασία, χωρίς πληρωμή
✦ στρατιωτική υπηρεσία αχθοφορική
✦ άχαρη απασχόληση, δυσάρεστη υποχρέωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.