αγαλματίτης


αγαλματίτης
Προφορά

Ετυμολογία
αγαλματίτης αρχαία ελληνική ἀγαλματίτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αγαλματίτης

✦ είδος λιθόκολλας για τη συγκόλληση ιδ. μαρμάρινων αντικειμένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.