αγαλματένιος


αγαλματένιος
Προφορά

Ετυμολογία
αγαλματένιος άγαλμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγαλματένιος -ια, -ιο

✦ ο όμοιος με άγαλμα, ωραίος, χυτός σαν άγαλμα: αγαλματένιο κορμί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.