αγένειος


αγένειος
Προφορά

Ετυμολογία
αγένειος αρχαία ελληνική ἀγένειος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγένειος -ος, -ο

✦ ο χωρίς γένια, αμούστακος: τόσην είχεν ομορφιά το αγένειο πρόσωπό του (Β. Ρώτας)

Συνώνυμα

Αντίθετα
γενειοφόρος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.