αγέλη


αγέλη
Προφορά

Ετυμολογία
αγέλη αρχαία ελληνική ἀγέλη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αγέλη

✦ κοπάδι από ομοειδή ζώα
(μτφ. ) πλήθος ανθρώπων χωρίς πρωτοβουλία

Συνώνυμα
μπουλούκι, όχλος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.