αγάς
Προφορά
Ετυμολογία
αγάς └τουρκ┘aga
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αγάς
✦ Τούρκος αξιωματούχος, άρχοντας, πρόκριτος
✦ (μτφ. ) άνθρωπος δεσποτικός, αυταρχικός
✦ άνθρωπος που του αρέσει η καλοπέραση
Συνώνυμα
μπέης, πασάς
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–