αγάπη


αγάπη
Προφορά

Ετυμολογία
αγάπη αρχαία ελληνική ἀγάπη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αγάπη

✦ βαθιά ψυχική συμπάθεια, στοργή
✦ ψυχικός δεσμός, φιλία
✦ ζωηρό ενδιαφέρον, κλίση, αφοσίωση σε κάποιον ή σε κάτι
✦ ο έρωτας
✦ το αντικείμενο του έρωτα ή της βαθιάς συμπάθειας: η αγάπη μου κοιμάται – κ. ως προσφ. αγάπη μου, μεταξύ ερωτευμένων ή, γεν., για εκδήλωση τρυφερότητας – φρ. είναι στις αγάπες τους, σε περίοδο τρυφερότητας ή αγαθών σχέσεων – είναι όλο αγάπες και λουλούδια, σε περίοδο ευτυχίας
✦ Αγάπη, η τελετή του εσπερινού κατά την Κυριακή του Πάσχα, ά. Δεύτερη Ανάσταση
✦ πληθ. οι Αγάπες, τα κοινά δείπνα των χριστιανών κατά τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες

Συνώνυμα

Αντίθετα
μίσος, έχθρα, αποστροφή
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.