αγάλι
Προφορά
Ετυμολογία
αγάλι μεσαιωνική ελληνική επίρρημα γαληνά
Ερμηνεία
αγάλι
✦ κ. αγάλι επίρρ. σιγά, ήρεμα
✦ φρ. αγάλι(α) αγάλι(α), αργά, με υπομονή: αγάλι αγάλι το κακό με τον καιρό περνάει (Β. Ρώτας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–