αβόσκητος
Προφορά
Ετυμολογία
αβόσκητος αρχαία ελληνική ἀβόσκητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αβόσκητος -η, -ο
✦ για τόπο στον οποίο δεν βόσκησαν ζώα: ολόκληρα λιβάδια είναι αβόσκητα
✦ (για ζώο) που δεν έχει βοσκήσει: με τόση παγωνιά, αβόσκητα είναι μέρες τώρα τα ζωντανά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–