αβούλωτος


αβούλωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αβούλωτος ἀ στερητικό + βουλώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αβούλωτος -η, -ο
✦ ο ασφράγιστος που δεν έχει βουλωθεί
✦ απωμάτιστος

Συνώνυμα

Αντίθετα
βουλωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.