αβοτάνιστος


αβοτάνιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αβοτάνιστος ἀ στερητικό + βοτανίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αβοτάνιστος -η, -ο
✦ ο μη βοτανισμένος, που δεν καθαρίστηκε από βλαβερά, άγρια χόρτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.