αβολιδοσκόπητος
Προφορά
Ετυμολογία
αβολιδοσκόπητος ἀ στερητικό + βολιδοσκοπώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αβολιδοσκόπητος -η, -ο
✦ συνήθ. για πρόσωπο προς το οποίο δεν έγιναν βολιδοσκοπήσεις, δεν διερευνήθηκαν οι διαθέσεις του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–