αβοήθητος


αβοήθητος
Προφορά

Ετυμολογία
αβοήθητος αρχαία ελληνική ἀβοήθητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αβοήθητος -η, -ο
✦ που δε βοηθήθηκε: μονάχος κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος (Γ. Ρίτσος)

Συνώνυμα
ανυποστήρικτος, απροστάτευτος
Αντίθετα

Επιρρήματα
αβοήθητα (Κ αβοηθήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.