αβεβαιότητα


αβεβαιότητα
Προφορά

Ετυμολογία
αβεβαιότητα αρχαία ελληνική ἀβεβαιότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αβεβαιότητα
✦ η ιδιότητα ή η κατάσταση του αβέβαιου

Συνώνυμα
αοριστία, αμφιβολία
Αντίθετα
βεβαιότητα, σιγουριά
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.