αέρας
Προφορά
Ετυμολογία
αέρας αήρ, -έρος
Ερμηνεία
αέρας
✦ (πληθ. α(γ)έρηδες) η ατμόσφαιρα που περιβάλλει τη γη
✦ άνεμος
✦ κλίμα
✦ (μτφ. ) τρόπος, ύφος
✦ επιδεξιότητα, ευχέρεια: δεν έχει πάρει τον αέρα της δουλειάς
✦ (μτφ. ) το κέρδος που παίρνει κάποιος, όταν εκχωρεί το κατάστημά του, τη φίρμα ή την πελατεία του σε άλλον: για να φύγει από το μαγαζί του πήρε πολλά λεφτά αέρα
✦ η ελεύθερη έκταση πάνω από οικοδομή: αγόρασε τον αέρα του σπιτιού του για να χτίσει
✦ ελάχιστη διαφορά διαστάσεων (συνήθ. με το ένα): αν φαρδύνει έναν αέρα, θα ‘ναι ό,τι πρέπει
✦ (εκκλ.) βλ. αήρ
✦ χάρη, άνεση
✦ έπαρση, θράσος: ήρθε μ’ έναν αέρα!
✦ φρ. του πήρε τον αέρα, του επιβλήθηκε – πήραν τα μυαλά του αέρα, πιστεύει υπερβολικά στον εαυτό του, χωρίς να έχει συναίσθηση της πραγματικότητας – του ‘κοψα τον αέρα, την αυθάδεια – αέρας κοπανιστός, κ. αέρας φρέσκος, κούφια λόγια, υποσχέσεις που δεν πρόκειται να τηρηθούν – λόγια του αέρα, αβάσιμα, ασήμαντα
✦ ως πολεμική ιαχή εφόδου: αέρα! κ. επαναλαμβανόμενη αιτ. αέρα αέρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–