ίσκιος


ίσκιος
Προφορά

Ετυμολογία
ίσκιος μεσαιωνική ελληνική ἥσκιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ίσκιος

✦ σκιά: έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα (Διον. Σολωμός) – μα η καρυδιά… ίσκιο βαρύ και κακόν ίσκιο κάνει (Ι. Γρυπάρης)
✦ φανταστικό είδωλο
✦ φάντασμα, αερικό: κι ένας ίσκιος, ένα κάτι που δεν ξέρω τι έχει χάσει (Ν. Λαπαθιώτης)
(μτφ. ) εφιάλτης, βραχνάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.