ίσαλος
Προφορά
Ετυμολογία
ίσαλος ίσος + αλς, αλός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ίσαλος -η, -ο
✦ που βρίσκεται στην ίδια γραμμή με την επιφάνεια της θάλασσας: ίσαλος γραμμή – τα ίσαλα (ενν. μέρη) του πλοίου
✦ τα μέρη των πλευρών του σκάφους που συναντούν τη θάλασσα, όταν επικρατεί απόλυτη ηρεμία (τα «νερά του καραβιού»)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–