ίντο


ίντο
Προφορά

Ετυμολογία
ίντο └αγγλ┘ido

Ερμηνεία
ίντο

✦ άκλ. ουσ. τεχνητή, διεθνής βοηθητική γλώσσα, τροποποιημένη μορφή της εσπεράντο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.