ίνδαλμα
Προφορά
Ετυμολογία
ίνδαλμα μεταγενέστερη ελληνική ἴνδαλμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ίνδαλμα
✦ φανταστική εικόνα, ιδεατή μορφή: τες φαντασίες μου, τα ινδάλματα της ηδονής (Κ. Καβάφης)
✦ πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο λατρείας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–