ήντα


ήντα
Προφορά

Ετυμολογία
ήντα από την κατάλ. των αριθμητικών πεν-ήντα, εξ-ήντα, εβδομ-ήντα

Ερμηνεία
ήντα

✦ άκλ. ουσ. η ηλικία ανάμεσα στα πενήντα και στα εβδομήντα εννέα χρόνια: μπήκε στα ήντα – η ηλικία των ήντα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.