ήμερος


ήμερος
Προφορά

Ετυμολογία
ήμερος αρχαία ελληνική ἥμερος, πιθανόν από το ρήμα +çμαι (= ησυχάζω)

Ερμηνεία
επίθετο┘ ήμερος -η, -ο

✦ εξημερωμένος, κατοικίδιος: ήμερο σκυλί
✦ (για φυτά) ο καλλιεργούμενος από τον άνθρωπο: ήμερα χόρτα
✦ (για πρόσ.) πράος, μαλακός

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανήμερος, άγριος
Επιρρήματα
ήμερα (Κ ημέρως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.