ήλωση
Προφορά
Ετυμολογία
ήλωση μεσαιωνική ελληνική ἥλωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ήλωση
✦ χειρουργική τεχνική κατά την οποία χρησιμοποιούνται καρφιά από ανοξείδωτο χάλυβα για τη σύνδεση των τμημάτων οστού που έχει υποστεί κάταγμα
✦ (τεχνολ.) η σύνδεση τμημάτων από ελάσματα, δοκούς κτλ. με καρφιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–