ήλος


ήλος
Προφορά

Ετυμολογία
ήλος αρχαία ελληνική +çλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ήλος

✦ το καρφί
✦ φρ. εις τον τύπον τον ήλων και ονομ. ο τύπος των ήλων (από την Καινή Διαθήκη: εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων… ου μη πιστεύσω), το σημάδι από τα καρφιά, η απτή απόδειξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.