έωλος
Προφορά
Ετυμολογία
έωλος αρχαία ελληνική ἕωλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ έωλος -η, -ο
✦ που απόμεινε από την προηγούμενη μέρα, μπαγιάτικος
✦ (μτφ. ) αυτός που δεν αντέχει σε έλεγχο, δεν ευσταθεί: έωλο επιχείρημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
νωπός, φρέσκος
Επιρρήματα
–