έρωτας


έρωτας
Προφορά

Ετυμολογία
έρωτας αρχαία ελληνική ἔρως

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο έρωτας

✦ έντονη, έλξη ιδ. σαρκική ενός προσώπου προς άλλο
(μτφ. ) σφοδρή αγάπη ή επιθυμία
✦ υπερβολική αφοσίωση σε ιδανικό, καθήκον κτλ.: αναγέννηση καταξιωμένων ιδανικών προς τα οποία να καλλιεργηθεί ο έρως (Οικονομικός Ταχυδρόμος) – η ψυχή του ήταν συνεπαρμένη από έρωτα για καθετί μεγάλο και ηρωικό (Γ. Θεοτοκάς)
✦ η σχέση μεταξύ των ερωτευμένων
✦ το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας
✦ η σαρκική επαφή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.