έρμαιο
Προφορά
Ετυμολογία
έρμαιο αρχαία ελληνική ἕρμαιον (= απροσδόκητο εύρημα, κελεπούρι)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το έρμαιο
✦ αδέσποτο αντικείμενο στη θάλασσα
✦ (μτφ. ) καθετί άβουλο, παρασυρόμενο: κατάντησε έρμαιο των παθών του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–