έρκος
Προφορά
Ετυμολογία
έρκος αρχαία ελληνική ἕρκος (= φράκτης, περίβολος)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το έρκος
✦ εύχρ. στη φρ. έρκος οδόντων, οι οδοντοστοιχίες που σαν φράγμα φράζουν το στόμα (από την ομηρική φρ. ποῖόν σε ἔπος φύγεν ?åρκος ὀδόντων, ποιος λόγος ξέφυγε από το φράγμα των δοντιών σου, τι ασυλλόγιστα που μίλησες)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–