έρευνα


έρευνα
Προφορά

Ετυμολογία
έρευνα αρχαία ελληνική ἔρευνα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η έρευνα

✦ αναζήτηση, ψάξιμο
✦ επιμελής εξέταση, λεπτομερειακή μελέτη
✦ κατ’ οίκον έρευνα, το ψάξιμο μέσα σε σπίτια από τις ανακριτικές ή αστυνομικές αρχές για την ανεύρεση ενόχων ή ενοχοποιητικών στοιχείων
✦ (οικον.) έρευνα αγοράς (μτφρ. του αγγλικά market – marketing research), η διεξαγόμενη από ειδικούς ερευνητές για να εξακριβωθεί η προσφορά και ζήτηση ενός συγκεκριμένου προϊόντος ή υπηρεσίας σε δεδομένη εποχή και σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.