έρεισμα
Προφορά
Ετυμολογία
έρεισμα αρχαία ελληνική ἔρεισμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το έρεισμα
✦ υποστήριγμα, ακουμπιστήρι
✦ (μτφ. ) βάση στην οποία μπορεί κανείς να στηριχθεί για να υπερασπίσει μια άποψη κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–