έρεβος
Προφορά
Ετυμολογία
έρεβος αρχαία ελληνική ἔρεβος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το έρεβος
✦ βαθύ σκοτάδι: μια αστραπή που, έξαφνα και για λίγες στιγμές, διαλύει τα ερέβη και πλημμυρίζει τον κόσμο με άπλετο φως (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–