έπος
Προφορά
Ετυμολογία
έπος αρχαία ελληνική ἔπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το έπος
✦ στην αρχαία ελληνική ελλ. γλώσσα, λόγος· στη νεοελλ. στις φρ. αμ’ έπος, αμ’ έργον, μόλις το είπε το έκανε – ως έπος ειπείν, για να μιλήσουμε έτσι, σύντομα – έπεα πτερόεντα, λόγια που πετούν, που λησμονούνται
✦ εκτεταμένο ποίημα που αφηγείται κατορθώματα ηρώων
✦ (μτφ. ) σειρά από ηρωικές πράξεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–