έπιπλο
Προφορά
Ετυμολογία
έπιπλο αρχαία ελληνική ἔπιπλα, σπανίως στον εν. ἔπιπλον με τη σημ. «σκεύη που μπορούν να μετακινούνται» και κατ’ επέκτ. «κινητή περιουσία»• συνδέεται με τη ρ. του πέλομαι (= κινούμαι)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το έπιπλο
✦ κινητή, ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή για ποικίλες χρήσεις, σε σπίτια, γραφεία κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–