έξη


έξη
Προφορά

Ετυμολογία
έξη αρχαία ελληνική ἕξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η έξη

✦ συνήθεια που αποχτά κανείς από την επανάληψη της ίδιας πράξης ή από την επίδραση του ίδιου παράγοντα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.