ένωση


ένωση
Προφορά

Ετυμολογία
ένωση αρχαία ελληνική ἕνωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ένωση

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του ενώνω, συγχώνευση σε ένα, συναρμογή, σύνδεση
(μτφ. ) σύζευξη, γάμος
✦ οργάνωση συνεργασίας προσώπων, οργανισμών, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών: η ένωση των αγροτικών συνεταιρισμών – των εκκλησιών
✦ εκούσια προσάρτηση, χώρας σε κράτος ομοεθνές: η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα
✦ (χημ.) ουσία από στοιχεία που δεν διαλύονται με φυσικά μέσα
✦ (φυσ.) επαφή ηλεκτρικών αγωγών

Συνώνυμα

Αντίθετα
χωρισμός ,διάζευξη
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.