ένσημο
Προφορά
Ετυμολογία
ένσημο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ἔνσημος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ένσημο
✦ μικρό κομμάτι χαρτιού, παραστατικό χρηματικής αξίας, με τυπωμένα εμβλήματα ή άλλα επίσημα διακριτικά, που επικολλάται σε διάφορα έγγραφα για εισπρακτικούς σκοπούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–