ένορχος


ένορχος
Προφορά

Ετυμολογία
ένορχος αρχαία ελληνική ἔνορχος

Ερμηνεία
ένορχος

✦ -η, -ο κ. ένορχις, -εως κ. -ιος (ο, η) επίθ. (για άνδρες και αρσεν. ζώα) που έχει όρχεις, που δεν έχει ευνουχιστεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.