ένορκος


ένορκος
Προφορά

Ετυμολογία
ένορκος αρχαία ελληνική ἔνορκος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ένορκος -η, -ο

✦ που γίνεται με όρκο: ένορκη κατάθεση
✦ (ο,η) ένορκος ως ουσ., πολίτης μέλος ορκωτού δικαστηρίου

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανωμοτί
Επιρρήματα
ενόρκως, με όρκο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.