έννομος


έννομος
Προφορά

Ετυμολογία
έννομος αρχαία ελληνική ἔννομος

Ερμηνεία
επίθετο┘ έννομος -η, -ο

✦ που υπάρχει, γίνεται, ασκείται σύμφωνα με το νόμο, νόμιμος: έννομο συμφέρον – βάση της εξουσίας της Ρώμης είναι η έννομη τάξη, δηλαδή σεβασμός του νόμου και εφαρμογή του από τον δικαστή (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα
παράνομος, έκνομος
Επιρρήματα
έννομα (Κ εννόμως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.