ένδικος


ένδικος
Προφορά

Ετυμολογία
ένδικος αρχαία ελληνική ἔνδικος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ένδικος -η, -ο

✦ ο κατά το δίκαιο, νόμιμος
✦ (νομ.) ένδικα μέσα, τα επιτρεπόμενα από τον νόμο για την προσβολή δικαστικής αποφάσεως: η έφεση, η ανακοπή, η αναίρεση είναι ένδικα μέσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ενδίκως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.