έναυσμα
Προφορά
Ετυμολογία
έναυσμα μεταγενέστερη ελληνική ἔναυσμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το έναυσμα
✦ προσάναμμα
✦ (μτφ. ) ό,τι προκαλεί, διεγείρει: ο λόγος του υπήρξε το έναυσμα για όσα φοβερά επακολούθησαν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–