έναρθρος
Προφορά
Ετυμολογία
έναρθρος μεταγενέστερη ελληνική ἔναρθρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ έναρθρος -η, -ο
✦ αρθρωτός, που τα μέλη του συνδέονται με αρθρώσεις
✦ που παράγεται με άρθρωση των φθόγγων: έναρθρος λόγος
✦ (γραμμ.) που εκφέρεται με άρθρο: έναρθρη μετοχή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
άναρθρος
Επιρρήματα
έναρθρα (Κ ενάρθρως)