έμπυρος
Προφορά
Ετυμολογία
έμπυρος αρχαία ελληνική ἔμπυρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ έμπυρος -η, -ο
✦ ο ευρισκόμενος στην πυρά, φλεγόμενος, καιόμενος
✦ ο κατεργαζόμενος ή παρασκευαζόμενος με τη φωτιά
✦ πληθ. ουδ. τα έμπυρα ως ουσ., τα ιερά σφάγια που καίγονταν στο βωμό
✦ τα συναγόμενα μαντεύματα από την καύση των ιερών σφαγίων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–