έμπρακτος


έμπρακτος
Προφορά

Ετυμολογία
έμπρακτος αρχαία ελληνική ἔμπρακτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ έμπρακτος -η, -ο

✦ που βεβαιώνεται ή εκδηλώνεται με πράξεις

Συνώνυμα

Αντίθετα
θεωρητικός
Επιρρήματα
έμπρακτα (Κ εμπράκτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.