έμβρεγμα


έμβρεγμα
Προφορά

Ετυμολογία
έμβρεγμα μεταγενέστερη ελληνική ἔμβρεγμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το έμβρεγμα

✦ υγρό επίθεμα, κομπρέσα
✦ το φαρμακευτικό προϊόν που λαμβάνεται με την εμβροχή (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.