έμβολο


έμβολο
Προφορά

Ετυμολογία
έμβολο αρχαία ελληνική ἔμβολον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το έμβολο

✦ καθετί το εισαγόμενο
✦ στοιχείο μηχανής ή αντλίας ή σύριγγας, που κινείται παλινδρομικά μέσα σε κύλινδρο
✦ το κύριο επιθετικό όπλο στα αρχαία πολεμικά πλοία, αιχμηρή μεταλλική δοκός, που διαπερνούσε τα ύφαλα του εχθρικού σκάφους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.