έμβλημα
Προφορά
Ετυμολογία
έμβλημα μεταγενέστερη ελληνική ἔμβλημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το έμβλημα
✦ συμβολική εικόνα ή παράσταση που χρησιμεύει ως διακριτικό σημείο
✦ ρητό που συνήθως συνοδεύει παραστάσεις εθνοσήμων, οικοσήμων κτλ., και γεν. κάθε ρητό που χρησιμεύει ως διακριτικό ή πρότυπο δράσης και ζωής
✦ εικόνα ή παράσταση ως σύμβολο κρατικής κυριαρχίας: είχε διατάξει ν’ αφαιρεθούν τα εμβλήματα της αυτοκρατορίας από τις πύλες (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–