έλπιση


έλπιση
Προφορά

Ετυμολογία
έλπιση μεσαιωνική ελληνική ἔλπισις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η έλπιση

✦ ελπίδα, το να ελπίζει κανείς: η φωνή σου μας πλησιάζει σαν έλπιση φωτιάς (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.